σοφίτα

σοφίτα
[софита] ουσ. Θ. чердак, мансарда.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "σοφίτα" в других словарях:

  • σοφίτα — η, Ν μικρό δωμάτιο ή διαμέρισμα που βρίσκεται αμέσως κάτω από την στέγη σπιτιού, συχνά χωρίς οροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. soffite < ιταλ. soffito] …   Dictionary of Greek

  • σοφίτα — η (λ. γαλλ.), υπερώο, μικρό δωμάτιο στο πάνω μέρος του σπιτιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλυβάκι — το (Μ καλυβάκι[ν]) [καλύβη] μικρή καλύβα μσν. καμαράκι, σοφίτα …   Dictionary of Greek

  • κελλί — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 110 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 20 χλμ. ΝΑ του Πολυγύρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυγύρου. * * * και κελί, το (ΑΜ κελλίον και κέλλιον, Μ και κελίον και κελί και… …   Dictionary of Greek

  • υπερώο — το / ὑπερῷον, ΝΜΑ, και επικ. και ιων. τ. ὑπερώϊον Α το αμέσως κάτω από τη στέγη και πάνω από όλους τους ορόφους δωμάτιο, η σοφίτα (α. «μένουν χρόνια ολόκληρα σε ένα υπερώο» β. «ἐμοὶ δ ὑπερῶον καὶ ξυνοικία δύο», Αριστοφ.) νεοελλ. εξώστης θεάτρου ή …   Dictionary of Greek

  • υπωρόφιος — α, ο / ὑπωρόφιος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ύπωροφία και ύπωρυφία Α αυτός που βρίσκεται κάτω από την οροφή, κάτω από την στέγη νεοελλ. φρ. «υπωρόφιο δωμάτιο» σοφίτα αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται μέσα στο σπίτι 2. αυτός που βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ελληνικό Παιδικό — Ιδρύθηκε το 1987 από μία ομάδα νέων επιστημόνων με πρωτοβουλία της Σοφίας Pωκ Mελά. Aπό το τέλος του 1994 στεγάζεται σ’ ένα νεοκλασικό κτίριο της Πλάκας των αρχών του 20ού αι. (Κυδαθηναίων 14). Kεντρική φιλοσοφία του μουσείου αποτελεί η πίστη ότι …   Dictionary of Greek

  • Φρανκ, Άννα — (Frank, Φρανκφούρτη 1929 – ναζιστικό στρατόπεδο εξόντωσης του Μπέργκεν Μπέλσεν 1945). Νεαρή Γερμανίδα Εβραία, συγγραφέας ενός περίφημου ημερολόγιου. Οι γονείς της, που έφυγαν το 1933 στην Ολλανδία, εγκαταστάθηκαν στο Άμστερνταμ, όπου, κατά τη… …   Dictionary of Greek

  • sofit — sofít, sofíte, s.n. (înv. şi reg.) tavan ornamental. Trimis de blaurb, 19.12.2006. Sursa: DAR  sofít ( te), s.n. – Intrados. – var. sufit. it. soffito (Candrea), în parte prin intermediul ngr. σοφίτα. Trimis de blaurb, 0 …   Dicționar Român

  • ανώ(γ)ι — το ιού, ο πάνω όροφος, η σοφίτα: Το ανώι του σπιτιού ήταν προσηλιακό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπερώο — το 1. οανώτατος όροφος, το τελευταίο πάτωμα. 2. σοφίτα (βλ. λ.). 3. εξώστης θεάτρου πάνω από τις σειρές των θεωρείων προορισμένος για πολύ κοινό, η γαλαρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»